top of page
Αναζήτηση

Συνεργασία γονέων και εκπαιδευτικών, μία πρόκληση και για τους δύο!


Γράφει η Ειρήνη Κιάμου Μ.Α. CCC-SLP, Speech Language Pathologist, University of Maryland USA

Επιστημονική υπεύθυνη των θεραπευτικών ομάδων «ΕΥΛΟΓΟΝ» & «ΘΕΡΑΠΕΙΑ=ΕΛΠΙΔΑ»

Άμισθος συνεργάτης της Παν. Κλινικής του Νοσοκομείου Παίδων «Παν & Αγλ. Κυριακού»

Τ. Καθηγήτρια του Τμήματος Λογοθεραπείας Ιωαννίνων


Αγαπητοί γονείς,

Μέσα στη σχολική χρονιά θα κληθούν σε τακτά χρονικά διαστήματα γονείς και εκπαιδευτικοί να συζητήσουν για την πορεία των μαθητών ακαδημαϊκά αλλά και στο επίπεδο της συνεργασίας και συμπεριφοράς τους μέσα στο σχολικό περιβάλλον.

Οι συναντήσεις γονέων και εκπαιδευτικών δεν είναι εύκολη υπόθεση και για τις δύο πλευρές. Μπορεί αν αφεθούν στη τύχη τους, να καταλήξουν σε εκρήξεις θυμού και αλληλοκατηγορίες που δεν βοηθούν σε καμία περίπτωση το μαθητή.

Φυσικά, υπάρχει τρόπος να κατορθώσουν οι γονείς, όπως και οι εκπαιδευτικοί να προφυλαχθούν από τους «κινδύνους» που ελλοχεύουν. Έχοντας την ευκαιρία να μιλήσω με αρκετούς παιδαγωγούς και γονείς λόγω του επαγγέλματός μου, διαπιστώνω ότι όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η επικοινωνία των δύο μερών μεταξύ τους.

Οι σύγχρονοι γονείς είναι πολύ φορτισμένοι με τον όγκο των καθημερινών τους προβλημάτων, οπότε δεν έχουν αρκετή υπομονή να εμπλακούν σε μια συζήτηση που μπορεί να είναι ακανθώδης. Μία άλλη μερίδα γονέων γίνονται επιθετικοί, ίσως λόγω της έλλειψης ποιοτικού χρόνου με τα παιδιά τους. Άλλοι πάλι νιώθουν ότι πρέπει να τα υποστηρίξουν απέναντι σε οτιδήποτε ακούσουν που το εκλαμβάνουν ως αρνητικό σχόλιο. Κυρίως όμως είναι η νοοτροπία που έχει αλλάξει ριζικά.

Παλιά, ο δάσκαλος ήταν ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο στη κοινωνία και η γνώμη του ήταν απόλυτα σεβαστή. Δεν σκεφτόταν κανείς να τον αμφισβητήσει. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η αλλαγή στο μορφωτικό κεφάλαιο των ανθρώπων, η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, καθώς και η κρίση των αξιών που βιώνουμε, οδήγησε σε σοβαρούς κλυδωνισμούς στο απυρόβλητο της εκπαιδευτικής θέσης. Συμπερασματικά, η νέα πραγματικότητα δημιουργεί εκνευρισμό σε μια ευτυχώς μικρή μερίδα εκπαιδευτικών που επιδιώκουν να τους αντιμετωπίζουν ως αυθεντίες και δεν έχουν δεχθεί, ότι οι ρόλοι έχουν αλλάξει και πλέον λειτουργούν μοντέλα που ζητούν τη συνεργασία μιας ομάδας (στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι γονείς και πολλοί άλλοι που ενδεχομένως θα χρειαστεί ένας μαθητής) για το όφελος του κάθε παιδιού.

Σε όλα τα προηγούμενα, αν προσθέσουμε την έλλειψη ποιοτικής σχολικής ζωής τα τελευταία δύο έτη λόγω της πανδημίας και της έλλειψης των ευκαιριών για κατά πρόσωπο επικοινωνία μεταξύ των παιδαγωγών και των γονέων, καταλαβαίνουμε ότι πληθαίνουν οι περιπτώσεις που μπορεί να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις μεταξύ των δύο ομάδων.

Στον αντίποδα, η μικρή ομάδα γονέων που ξεκινούν μια συζήτηση οχυρωμένοι από τη θέση ότι έχουν το ΤΕΛΕΙΟ και ΕΞΥΠΝΟΤΕΡΟ παιδί, ή ότι η πανδημία δικαιολογεί όποιες ελλείψεις ή αποκλίσεις στην κοινωνική συμπεριφορά και συνεργασία, θα οδηγηθούν στο να μην μπορέσουν να προασπίσουν τα πραγματικά συμφέροντα του παιδιού τους, που δεν είναι άλλα από το να αντλήσουν πληροφορίες και να αναζητήσουν λύσεις, όταν υπάρχουν αντικειμενικά προβλήματα.

Όταν λοιπόν ξεκινά μια συζήτηση από άτομα που δεν έχουν διάθεση συνεργασίας αλλά μόνο να επιβάλλουν την άποψή τους το ένα στο άλλο, αυτή η επικοινωνία δε θα μπορέσει να γίνει γόνιμη.

Στο συγκεκριμένο σημείο, αξίζει να αναφερθούμε σε περιπτώσεις ανήσυχων γονέων που επιδιώκουν να αντλήσουν πληροφορίες σχετικά με την εικόνα του παιδιού τους στο σχολείο και που έχουν συχνά αντιμετωπίσει μια «ιδιαίτερα βολική» καθησυχαστική στάση από τους αρμόδιους εκπαιδευτικούς.

Συμβαίνει δυστυχώς, μια μερίδα εκπαιδευτικών φοβούμενοι ότι θα δεχθούν μια υποτιθέμενη επίθεση του γονέα είτε γιατί:

· δεν έχουν εντοπίσει έγκαιρα τη δυσκολία του μαθητή,

· δεν έχουν οι ίδιοι «τακτοποιήσει» αυτό το θέμα (όπως συχνά αξιώνουν γονείς που δεν γνωρίζουν το τομέα της ειδικής αγωγής)

· φοβούνται (ακόμα χειρότερα) ότι θα τους ζητηθεί να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα σχεδιασμένο από άτομα άλλης ειδικότητας και αυτό θα επιβαρύνει το ήδη φορτωμένο τους πρόγραμμα,

· μπορεί να κατηγορηθούν ότι δεν είναι ικανοί εκπαιδευτικοί (κατηγορία που μάλλον την έχουν ακούσει συχνά)

πείθονται ότι δεν βλέπουν καμία δυσκολία στο μαθητή και μάλιστα αποθαρρύνουν τους γονείς να ασχοληθούν, με οτιδήποτε σχετίζεται με αναπτυξιακή δυσκολία τους παιδιού τους.

Οπότε, οδηγούμαστε στην εκτίμηση ότι τουλάχιστον οι εκπαιδευτικοί που αναφέρονται σε κάποιες δυσκολίες των μαθητών τους, είναι πιο ειλικρινείς και στο τέλος της επίπονης αυτής διαδικασίας, θα βοηθήσουν τους μαθητές τους. Ας επιστρέψουμε λοιπόν σε κάποιες συμβουλές που θα σας πρότεινα να ακολουθήσετε.

Μια πολύ απλή οδηγία είναι οι γονείς να συζητούν με τον εκπαιδευτικό του παιδιού τους και να σημειώνουν τι τους αναφέρει. Με αυτό το τρόπο θα δείξουν ότι ενδιαφέρονται. Επίσης, μέσω των σημειώσεων που έχουν κρατήσει, θα τους δοθεί η ευκαιρία να ξαναδιαβάσουν τους προβληματισμούς του εκπαιδευτικού και να τους μοιραστούν με εξειδικευμένους επιστήμονες που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Παράλληλα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ιδανικά, το χρόνο που γράφουν για να ηρεμήσουν τα έντονα συναισθήματα που ενδεχομένως, αυτή η διαδικασία τους δημιουργεί. Επιπλέον, όταν ένας εκπαιδευτικός θεωρήσει ότι είναι σοβαροί απέναντι στη συνάντησή τους, είναι πολύ πιθανό να μην υιοθετήσει έντονες εκφράσεις ή ύφος που θα ανεβάσει τους συναισθηματικούς τόνους της συζήτησης.

Σε δεύτερο χρόνο, οι γονείς μπορούν να σκεφτούν πάνω στις σημειώσεις και να αναφερθούν ξανά σε αυτόν, ζητώντας λεπτομέρειες, όπως για το πότε συμβαίνει μια συμπεριφορά που εκείνος/η θεωρεί ότι είναι προκλητική, τι συμβαίνει πριν εκδηλωθεί η συμπεριφορά, καθώς και το πως την αντιμετωπίζει και πως αλλάζει η συμπεριφορά του παιδιού. Οι γονείς θα ήταν καλό να μην παραλείψουν να ζητήσουν τις προτάσεις του και να πληροφορηθούν, για το αν έχει συζητήσει με κάποιον άλλο συνάδελφο ή το σχολικό σύμβουλο παρόμοια θέματα και ποια ήταν η εξέλιξη των προσπαθειών του για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει τόσο ακαδημαϊκά όσο και στη συμπεριφορά του ο μαθητής.

Ιδανική κατάληξη της συζήτησης, θα ήταν η δέσμευσή του εκπαιδευτικού για συνεργασία μαζί με τους γονείς και με άλλους ειδικούς επιστήμονες. Αν αναφέρεται στο «πρόβλημα» αλλά δεν θέλει να ακούσει λύσεις άλλες από την δική του απόλυτη άποψη, μάλλον δεν θα είναι πολύ εύκολη η συνεργασία μαζί του. Όμως, η κλινική μου εμπειρία έχει δείξει ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους μαθητές τους και τις περισσότερες φορές, βρίσκουμε με διπλωματία και με συζήτηση τρόπους όλοι να συνεργαζόμαστε, οπότε αν βρεθείτε σε αυτή τη θέση, να είστε αισιόδοξοι.

Σε περίπτωση που οι γονείς απευθύνονται στο δάσκαλο πολύ εκνευρισμένοι λόγω κάποιας διήγησης ενός γεγονότος που άκουσαν από το παιδί, προτιμότερο θα ήταν να διασταυρώσουν την πληροφορία, πριν απευθυνθούν σε αυτόν. Προτιμήστε να μην εμπλακεί ο διευθυντής του σχολείου ή άλλοι γονείς και εννοείται ότι η προσπάθεια των γονέων θα είναι η συζήτηση να γίνει σε ήρεμο κλίμα και σε μια οργανωμένη συνάντηση. Η χρονική στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή είναι πολύ σημαντική επίσης. Αποφύγετε να το συζητήσετε όταν αφήνετε το παιδί σας το πρωί ή το μεσημέρι, όταν το παίρνετε από το σχολείο. Αυτές οι συζητήσεις χρειάζεται να γίνονται κεκλεισμένων των θυρών (όχι σε διαδρόμους σχολείων) και με χρονική άνεση. Μια έξυπνη προσέγγιση θα ήταν να μην σχολιάσετε τη στάση του δασκάλου στο παιδί και να μην αναφέρετε το περιεχόμενο της, ιδιαίτερα όταν αυτό σας δυσαρεστεί. Ένας μαθητής που περνάει αρκετές ώρες της ημέρας του με έναν εκπαιδευτικό που αισθάνεται ότι τον απεχθάνεται, θα επηρεάσει την σχολική του επίδοση. Υπάρχουν πάντα τρόποι να βρίσκουμε τους καλύτερους μηχανισμούς διαχείρισης αυτών των θεμάτων και η συμβουλευτική των γονέων είναι μέσα σε αυτούς.

Σας εύχομαι καλή επιτυχία σε κάθε προσπάθεια για όφελος των παιδιών σας.

bottom of page